Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Τώρα που η Ιστορία καίει σαν πυρωμένο σίδερο*

Είχαμε συνηθίσει να ζούμε σ’ έναν τόπο που η Ιστορία είχε σταματήσει. Οι ζωές μας κυλούσαν ήσυχα. Περιμέναμε την ώρα να αλλάξουμε κινητό/ αυτοκίνητο/ υπολογιστή. Ασχολούμασταν με τις νέες τεχνολογίες. Στην αρχή ήταν τα CD, μετά οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και τα λάπτοπ. Κανονίζαμε τα ταξίδια μας στο εξωτερικό σαν να ήταν κάτι αυτονόητο, που το κάναμε πάντα. Οι πολεμικές συγκρούσεις και οι κοινωνικές αναταραχές συνέβαιναν πάντα κάπου αλλού και δε μας επηρέαζαν. Αν γινόταν κάποια δολοφονία στην Αθήνα, ήταν πρώτη είδηση και λέγαμε: «έχουμε γίνει Σικάγο». Σιγά σιγά, ανεπαίσθητα, οι ζωές μας άλλαξαν. Ο καταναλωτικός παράδεισος εξαφανίστηκε και μας έμειναν τα δάνεια. Η εργασιακή ανασφάλεια έγινε πραγματικότητα για τους περισσότερους και η εγκληματικότητα αυξήθηκε. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται με τα όσα συμβαίνουν στον υπόλοιπο κόσμο.
Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας άρχισε το 2008 και, παρά τις διαβεβαιώσεις για ανάκαμψη, πολλοί υποψιάζονται ότι έχουμε μπει σε μια οικονομική περιδίνηση χωρίς τέλος. Ταυτόχρονα αναπτυσσόμενες χώρες με αχανείς πληθυσμούς, όπως η Ινδία και η Κίνα, προσπαθούν να συγκλίνουν οικονομικά με τις χώρες της Δύσης[1]. Η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς να χάσουν οι δυτικές χώρες τον πλούτο που έχουν σήμερα. Η γη απλά δεν έχει αρκετούς πόρους, ώστε να υιοθετήσουν όλοι το δυτικό τρόπο ζωής.
 Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι η πιο αποτελεσματική λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο είναι ο πόλεμος. Ο πόλεμος καταστρέφει το πλεόνασμα και η οικονομία αναδύεται υγιής μέσα  από τα συντρίμμια. Για του λόγου το αληθές, δέκα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση (το Κραχ) του 1929 άρχισε ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος, τον οποίο ακολούθησαν εκρηκτικοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης. Σήμερα η παγκόσμια οικονομική κρίση προετοιμάζει μια νέα γενικευμένη αναταραχή, που δεν ξέρουμε ακόμα αν θα έχει την κλασική μορφή της πολεμικής σύγκρουσης.
Ίσως ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος να ήταν ήδη γεγονός, αν δεν υπήρχε ένα σοβαρό εμπόδιο: Τα πυρηνικά όπλα. Όπως είδαμε και στο στρατιωτικό ανταγωνισμό ΗΠΑ- Σοβιετικής Ένωσης, η καταστροφική ισχύς των πυρηνικών όπλων λειτούργησε μάλλον αποτρεπτικά για μια γενικευμένη σύρραξη. Έτσι, αν δεχτούμε ότι το οικονομικό σύστημα χρειάζεται μια γενικευμένη  παγκόσμια σύγκρουση, αυτή ενδεχομένως αφορά χώρες που δε διαθέτουν πυρηνικά. Οι πυρηνικές δυνάμεις ίσως υποστηρίξουν συγκρούσεις που θα γίνουν με συμβατικά όπλα, όπως συνέβη σε μικρή κλίμακα και στην περίοδο του ψυχρού πολέμου.
Στο μεταξύ η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου έχει αρχίσει να αποσταθεροποιείται. Οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο ενδέχεται να ανασχηματίσουν τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Μεσόγειο, κάτι που θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις. Τα αραβικά κράτη είναι μετα-αποικιακοί πολιτικοί σχηματισμοί χωρίς σαφείς ιστορικούς ή γεωγραφικούς διαχωρισμούς μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, από τον Ατλαντικό ως τον Ινδικό ωκεανό υπάρχει ένας πληθυσμός 280 εκατομμυρίων Αράβων με κοινή γλώσσα και θρησκεία.
Τα γεγονότα που ξέσπασαν στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη δύσκολα θα σταματήσουν εκεί. Το πιθανότερο είναι ότι θα σαρώσουν το σύνολο του αραβικού κόσμου παράγοντας δυο αποτελέσματα: Μεγαλύτερη έκφραση της λαϊκής βούλησης και μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ του αραβικού κόσμου. Αν όντως επιβεβαιωθούν αυτές οι αλλαγές, το Ισραήλ θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, περικυκλωμένο από μια αραβική θάλασσα σε κοινή πολιτική συνεννόηση. Η Τουρκία επίσης θα χάσει τον ηγετικό ρόλο που διεκδικούσε μεταξύ των μουσουλμανικών χωρών.
Ποια είναι η στρατηγική της Ελλάδας μπροστά στις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται; Η Ελλάδα τον τελευταίο 1,5 χρόνο προσεγγίζει πολιτικά και στρατιωτικά το Ισραήλ. Προχωρά σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και ανταλλαγές επισκέψεων μεταξύ πρωθυπουργών. Για την ακρίβεια  τον Αύγουστο του 2010 ήταν η πρώτη φορά που Ισραηλινός πρωθυπουργός επισκέφθηκε τη χώρα μας[2]. Όλα αυτά σε μια εποχή που ακόμα και ο παραδοσιακός σύμμαχος του Ισραήλ, οι ΗΠΑ, κρατά αποστάσεις ασφαλείας
Η προσέγγιση με το Ισραήλ, πέρα από το ότι αποτελεί μια στρατηγική επιλογή υψηλού ρίσκου, αποξενώνει την Ελλάδα από τις αραβικές χώρες, με τις οποίες είχε ιστορικά καλές σχέσεις. Οι Άραβες αναφέρονται πάντα στους Έλληνες με εκτίμηση και σεβασμό, κάτι που δημιουργεί την απορία γιατί η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν προσπάθησε ποτέ να μετατρέψει αυτή την καλή διάθεση σε εμπορικό και στρατηγικό πλεονέκτημα.
Αντίθετα, οι Άραβες έχουν μια δύσκολη σχέση με την Τουρκία. Οι σχέσεις των αραβικών χωρών με την Τουρκία θυμίζουν κάπως τις σχέσεις Ελλάδας- Βουλγαρίας: κοινή θρησκεία, διαφορετικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Οι αραβικές χώρες θα αναγκάζονταν να συμμαχήσουν στρατηγικά με την Τουρκία μόνο στην περίπτωση μιας γενικευμένης «σύγκρουσης των πολιτισμών[3]», που θα είχε και θρησκευτικό περιεχόμενο. Πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο σήμερα;
Το 1993 ο Samuel P. Huntington διατύπωσε τη θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών[4], που έκανε τότε μεγάλη αίσθηση. Σύμφωνα μ’ αυτή ο μετα-ψυχροπολεμικός κόσμος θα καθοριστεί από τον ανταγωνισμό μεταξύ οχτώ μεγάλων πολιτισμών. Ο  Huntington προέβλεψε ότι μια από τις ισχυρότερες συγκρούσεις θα εξελιχτεί μεταξύ Ισλάμ και Δύσης. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και τους πολέμους σε Ιράκ και  Αφγανιστάν, πολλές από τις προβλέψεις του φάνηκαν να επιβεβαιώνονται.
Αν η σύγκρουση των πολιτισμών γενικευτεί, ποιες χώρες θα κινδυνέψουν άμεσα να εμπλακούν; Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι κινδυνεύουν περισσότερο οι χώρες που βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ των πολιτισμών και δε διαθέτουν την αποτρεπτική ισχύ των πυρηνικών όπλων. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων χωρών είναι η Ελλάδα και η Τουρκία. Η Ελλάδα είναι το ιδανικό θύμα σ’ αυτό το σενάριο. Έχει από παλιά διάφορα προβλήματα με την Τουρκία, ενώ έχοντας πρόσφατα συμμαχήσει με το Ισραήλ ρίχνει λάδι στη φωτιά της «σύγκρουσης των πολιτισμών».
Κάθε  συνετός άνθρωπος απεύχεται να συμβούν όλα αυτά, καλό είναι όμως να εργαστούμε για την αποτροπή τους. Πώς; Αποδομώντας την ιδεολογία της πολιτιστικής σύγκρουσης. Καλλιεργώντας και εμβαθύνοντας  τους πολιτιστικούς μας δεσμούς με τις μεσογειακές χώρες στα πλαίσια μιας εξωστρεφούς πολιτικής. Συσφίγγοντας τις σχέσεις μας με άλλα μουσουλμανικά κράτη πλην της Τουρκίας. Αντιμετωπίζοντας την ίδια την Τουρκία με προσεκτική προσέγγιση και μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό. Διεκδικώντας πολιτιστικά το ζωτικό χώρο που είχε ο ελληνισμός μέχρι και την πρόσφατη ιστορία του, από το Κάιρο της Αιγύπτου μέχρι την Οδησσό της Ουκρανίας.
Η μουσική, η αρχιτεκτονική, τα γλωσσικά στοιχεία, τα αρχαία θέατρα είναι  ζωντανές αποδείξεις της πολιτιστικής συνύπαρξης των λαών της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας στο χώρο και το χρόνο. Ο πολιτισμός ούτως ή άλλως είναι συνεχής και δε διακόπτεται στα σύνορα μεταξύ των χωρών, όπως πιστεύουν οι υποστηρικτές της μισαλλοδοξίας και της σύγκρουσης. Άλλωστε, ακόμα και οι εθνικιστές θα πρέπει να παραδεχτούν ότι έχουμε περισσότερα κοινά στον πολιτισμό και τον τρόπο έκφρασης με τους κατοίκους της Τουρκίας η της Αιγύπτου από ό,τι με τους Άγγλους ή τους Ολλανδούς. Θα αποσύρω το τελευταίο επιχείρημα μόλις μου δείξετε έναν Άγγλο που να χορεύει τσιφτετέλι.



[1]   Στις χώρες της δύσης θα πρέπει να προσθέσουμε τις γεωγραφικές εξαιρέσεις της Ιαπωνίας, της Ν. Κορέας και της Αυστραλίας, που έχουν υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, αν και βρίσκονται στο ανατολικό ημισφαίριο.
[4]   Samuel P. Huntington, The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order,  Simon & Schuster

 *    «Μικρό αγόρι», Στέρεο Νόβα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου