Η μεταναστευτική
κρίση που τελευταία αντιμετωπίζει η Ευρώπη έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον όλου
του πλανήτη. Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο η Ελλάδα, παρότι δέχτηκε το
μεγαλύτερο κύμα μεταναστευτικών ροών, έδειξε μεγαλύτερη ανοχή από τις υπόλοιπες
ευρωπαϊκές χώρες και αντιμετώπισε το προσφυγικό ως ένα ζήτημα πρωτίστως
ανθρωπιστικό. Οι ναυαγοί που φτάνουν στις ακτές μας ζητώντας άσυλο, μας φέρνουν
μπροστά σε ενα ηθικό δίλημμα. Ο τρόπος που ο καθένας μα τοποθετείται σε αυτό το
δίλημμα, φανερώνει το ποιοί είμαστε. Ο πιο διάσημος θαλασσοπόρος όλων των
εποχών, ο Οδυσσέας, καραβοτσακίστηκε σε πολλές ακτές. Ενώ οι βάρβαροι Κίκονες
τον καταδίωξαν, οι πολιτισμένοι Φαίακες τον φιλοξένησαν για τρεις ημέρες προτού
ρωτήσουν ποιος είναι και από πού έρχεται, τηρώντας έτσι τον ηθικό κώδικα της
εποχής. Όταν τον άφησαν νύχτα στις ακτές της Ιθάκης, ο Οδυσσέας δεν αναγνωρίζει
την πατρίδα του και αναρωτιέται: Αλί
σε μένα, σε ποιων έφτασα θνητών ξανά τη χώρα; Άνομοι τάχα να 'ναι, υβρισταί και
άγριοι, που δεν ψηφούν το δίκιο, για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον
ξένο; (ν, 201-202). Αργότερα,
ο Οδυσσέας μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε κουρελή και γέρο ζητιάνο συναντά το
χοιροβοσκό Εύμαιο. Ο Εύμαιος τον
καλοδέχεται ως ζητιάνο, τον φιλεύει στην καλύβα του και, όταν εκείνος τον
ευχαριστεί, του λέει: Σωστό
δεν το 'χω ο ξένος μου να νιώσει αψηφισμένος, κι ας είναι από σένα πιο δύστυχος᾿ φτωχοί
και ξένοι έρχονται όλοι απ᾿ το Δία, κι είναι καλόδεχτο το χάρισμα μας πάντα όσο μικρό κι αν είναι (ξ, 56-59).
Κάποτε ο ξένος θεωρούνταν πρόσωπο ιερό
και απαραβίαστο- η συμπεριφορά προς τον οδοιπόρο, το φτωχό και τον ξένο ήταν
μέτρο πολιτισμού. Οι ικέτες και οι αιτούντες άσυλο είχαν θεϊκή προστασία.
Η
σημερινή πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Οι τωρινοί ξένοι δεν
καλύπτονται από πέπλα μυστηρίου όσον αφορά την καταγωγή τους. Γνωρίζουμε πολύ
καλά και ποιοι είναι και πώς βρέθηκαν εδώ. Κατέφυγαν σ’ εμάς γιατί οι πόλεις
τους βομβαρδίστηκαν, τα σχολεία τους έκλεισαν, τα μουσεία τους λεηλατήθηκαν,
ξένοι στρατοί εισέβαλαν στις χώρες τους. Η Δύση μίλησε για αξίες και για
δημοκρατία, αλλά στήριξε τις πιο ακραίες ένοπλες ομάδες, όπως τους Ταλιμπάν και
το Ισλαμικό Κράτος. Οι σύμμαχοι της Ελλάδας, αφού καταλήστευσαν τις χώρες τους
είτε με απ’ευθείας εισβολές είτε προκαλώντας και χρηματοδοτώντας εμφυλίους
πολέμους, τώρα αρνούνται να δεχτούν τους πρόσφυγες που προκάλεσε η πολιτική
τους. Δυστυχώς η σύγχρονη Ελλάδα δεν
ήταν ούτε ουδέτερη ούτε παρατηρητής σε αυτά τα εγκλήματα πολέμου. Οι πολιτικές
ηγεσίες της χώρας συναίνεσαν στους
βομβαρδισμούς του Ιράκ αλλά και της Σερβίας και έστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις
στο Αφγανιστάν. Γι’ αυτή τη συναίνεση και ανοχή της η Ελλάδα εισέπραξε ασφαλώς οικονομικά
και πολιτικά ανταλλάγματα. Για πολλά χρόνια ο λαός της Ελλάδας ευημερούσε
απολαμβάνοντας τα καινούρια του καταναλωτικά αγαθά. Δε μας απασχόλησε ποτέ από
πού προήλθε αυτός ο πλούτος- μπορούσαμε να κοιτάμε από την άλλη μεριά όσο οι
βόμβες δεν έπεφταν στο δικό μας κεφάλι. Είναι όμως διαπιστωμένο ότι, αν μάθεις
να ανέχεσαι την αδικία, δε θα αργήσει να χτυπήσει και τη δική σου πόρτα.
Οι
ελίτ που παίρνουν τις αποφάσεις σ’ αυτόν τον κόσμο δεν επηρεάζονται απο
συναισθηματισμούς- θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να διατηρήσουν τα προνόμιά
τους. Είναι σε θέση να κερδίζουν από τους πολέμους, τις μεταναστευτικές ροές
και την ανοικοδόμηση που θα ακολουθήσει. Δε σοκάρονται από τη φτωχεια, γιατί
γνωρίζουν καλά ότι ο πλούτος τους βασίζεται στη φτώχεια των άλλων. Η
μετανάστευση δεν τους απειλεί, γιατί πολύ απλά οι μετανάστες δε θα χτυπήσουν τα
δικά τους μεροκάματα, τα προσφυγόπουλα δε θα κοιμηθούν στις δικές του πλατείες.
Για την ανώτερη τάξη είμαστε όλοι εν δυνάμει μετανάστες. Και κάτι ακόμα· η
ανώτερη τάξη δεν έχει πατρίδα ούτε δεσμούς αίματος με τη γη. Αν ένας τόπος δεν
τους κάνει πια, έχουν τα πνευματικά και υλικά εφόδια να πάνε αλλού, όπως έχουν
ξανακάνει. Αν τους ρωτήσετε, θα σας πουν ότι η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες.
Η
εργατική και η μεσαία τάξη των ευρωπαϊκών χωρών, ασπαζόμενες με τη σειρά τους
την ηθική της ανώτερης τάξης, νοιάζονται μόνο για τα στενά οικονομικά τους
συμφέροντα. Όμως, αντίθετα με την
ανώτερη τάξη, βλέπουν τα δικά τους προνόμια να απειλούνται από τη μετανάστευση.
Ως μια προσπάθεια να προστατεύσουν τα κεκτημένα τους, οι ήδη πιεζόμενες κοινωνικές
ομάδες της Ευρώπης οχυρώνονται πίσω από μια αντιμεταναστευτική ρητορική και ένα
εθνοκεντρικό αφήγημα. Όμως ο εθνοκεντρισμός τους είναι κούφιος· η
παραδοσιολατρεία μια πρόφαση. Ο αληθινός τους φόβος είναι ότι θα κληθούν να μοιραστούν το λιγοστό τους
πλούτο με τους νεοφερμένους. Στην πραγματικότητα η αντιμεταναστευτική πλευρά
δεν ενοχλείται από το αλλότριο των προσφύγων και των μεταναστών, αλλά από τη
φτώχεια τους. Στη χώρα μας τα ίδια
κοινωνικά στρώματα που εμφανίζονται ως ξαναγεννημένοι εθνικιστές, ξεπούλησαν
εύκολα την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του τόπου. Όσο όλα πήγαιναν καλά, αρέσκονταν να επιδεικνύουν
τα ξενόφερτα γκάτζετ τους, λάτρευαν τα εισαγόμενα πολιτιστικά προϊόντα, δεν
είχαν ποτέ πρόβλημα με τα αλλότρια ήθη που έφερε ο μαζικός τουρισμός και τελικά
δέχτηκαν να κάνουν την υπερκατανάλωση τρόπο ζωής Τώρα, ξαφνικά, θυμήθηκαν τον
ελληνισμό. Ας κάνουμε λοιπόν τη διάκριση: Οι νέοι μουσαφίρηδες δεν τους
ενοχλούν επειδή είναι ξένοι, αλλά επειδή
δεν έφεραν χαρτζηλίκι· οι πρόσφυγες είναι γι’αυτούς ανεπιθύμητοι γιατί
κατέφυγαν σ’ εμάς ως ικέτες και όχι ως επικυρίαρχοι.
Τι
θέση λοιπόν πρέπει να πάρουμε όταν η επόμενη βάρκα φορτωμένη με πρόσφυγες εξωκοίλει
στην Εφταλού; Προτείνω να κρατήσουμε μια στάση ελληνική. Ελληνική όχι με τη
στενή, μικρόψυχη έννοια των εθνικιστών, αλλά με την πανανθρώπινη έννοια, που
ορίζει η θέση του ελληνικού πνεύματος στο πάνθεον των πολιτισμών. Ελλείψει επιζώντων
συγγενών, οι σημερινοί κάτοικοι του τόπου οριστήκαμε διαχειριστές αυτού του αρχαίου
πνεύματος. Βρεθήκαμε να βαστάμε, όπως και κάθε λαός, το νήμα μιας μακράς
παράδοσης που μεταδίδεται ακούσια από γενιά σε γενιά. Αλλά το δικό μας
χιλιομπλεγμένο νήμα δε μας συνδέει με την Ευρώπη. Η Ευρώπη πήρε από την Ελλάδα σκόρπιες
κλωστές και τις προσάρμοσε στις δικές της ανάγκες· μας έδωσε την εξειδίκευση,
τον επιμερισμό, την εργαλειακή αντίληψη, το θαύμα της εφαρμοσμένης τεχνολογίας.
Για να καταλάβει τον κόσμο ο Ευρωπαίος, τον χώρισε σε μικρά κουτάκια, αλλά
ξέχασε να τα ξαναενώσει· έτσι, τα κουτάκια έγιναν ο κόσμος. Εμείς, αντίθετα, κουβαλάμε
μια παλιότερη, ανατολίτικη θύμηση, που μας λέει ότι κάποια πράγματα στη ζωή είναι
άρρητα: δεν μπορούν να μετρηθούν, να επιμεριστούν ή να υπολογιστούν. Το δικό
μας αρχαίο, πρωταρχικό νήμα μας συνδέει με την εποχή που ο άνθρωπος αγωνιζόταν
ακόμα να ξεχωρίσει από το ζώο. Αυτή η μνήμη, που δεν υπάρχει στη Δύση, φέρει ένα
σύνολο κανόνων, που φτιάχτηκαν για να κρατήσουν τον άνθρωπο ψηλά. Να φυλάξουν
τον άνθρωπο, μη και γυρίσει πάλι
στο ζώο την πρώτη στιγμή που θα του λείψει πάλι το φαΐ, η στέγη, το ταίρι. Και
είναι αυτή η μνήμη που ξυπνάει σε στιγμές κρίσης και ορμηνεύει τη γιαγιά από τη
Λέσβο να πάρει αγκαλιά το προσφυγάκι και να του δώσει λίγο γάλα καθισμένη στο
πεζούλι της. Κάνει το χρέος της χωρίς να λογαριάζει, χωρίς να υπολογίζει ούτε
από πού κρατάει το προσφυγάκι, ούτε ποιο είναι το όνομά του. Γιατί εκείνη τη
στιγμή, κι ας μην το ξέρει, σηκώνει στα χέρια της ολόκληρη την ανθρωπότητα.